- καβγατζίδικος
- -η, -οεπίρρ. -α που αναφέρεται στον καβγά, εριστικός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καβγατζίδικος — και καυγατζίδικος, η, ο [καβγατζής] σχετικός με καβγά, εριστικός. επίρρ... καβγατζίδικα και καυγατζίδικα με εριστικό τρόπο … Dictionary of Greek
καυγατζίδικος — η, ο βλ. καβγατζίδικος … Dictionary of Greek